εκτομάς

εκτομάς
ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτομάς — wicket gate fem nom sg ἐκτομά̱ς , ἐκτομή cutting out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτομάδα — ἐκτομάς wicket gate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”